- φώταυγος
- φώταυγος· ὁ ἥλιος, Zonar.;A
φωταυγός Suid.
(v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωταυγός Suid.
(v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωταυγός — όν, και ως ουσ. φώταυγος, ὁ, Μ 1. ως επίθ. λαμπρός 2. ως ουσ. (κατά τον Ζωναρ.) ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αυγος (< αὐγή), πρβλ. περί αυγος, ὕπ αυγος] … Dictionary of Greek
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek